Σάββατο, Δεκεμβρίου 08, 2007

Μαστούρας έτυμον, 2

Νεότερα για τη μαστούρα (για τα παλαιότερα, βλ. ανάρτηση «Μαστούρας έτυμον», 13 Νοεμβρ. ’07, και σχόλια Dr. Moshe, Νίκου Σαραντάκου και δικά μου εκεί):

Βρήκα λοιπόν στο διαδίχτυο ένα περσοαγγλικό λεξικό:

Steingass, Francis Joseph. A Comprehensive Persian-English dictionary, including the Arabic words and phrases to be met with in Persian literature. London: Routledge & K. Paul, 1892.

http://dsal.uchicago.edu/dictionaries/steingass/index.html

Έχουμε και λέμε:

1.
Το αραβικό (όπως το ονόμαζα εγώ) «mastur» = κρυμμένος, κρυφός, καλυμμένος, απόκρυφος, που το είχα εντοπίσει απλά γκουγκλάροντας, πράγματι υπάρχει στο παραπάνω περσικό λεξικό (που όμως, όπως λέει και ο τίτλος του, περιλαμβάνει και τις αραβικές λέξεις που υπάρχουν στην περσική γραμματεία), και γράφεται στο παραπάνω λεξικό mastūr:

مستور mastūr, Covered, concealed, hid, veiled; good, honest, abstaining from what is unlawful;--mastūr shudan, To lie hid, be veiled, abscond, disappear, be suppressed.

مستورات mastūrāt, pl. of—

Ενόψει όμως της επόμενης λέξης mast, το mastūr αυτό δε φαίνεται να σχετίζεται με τη μαστούρα, τουλάχιστον όσον αφορά τη μετάβαση της λέξης από τα περσικά προς τις ξένες γλώσσες (γιατί, εντός της περσικής, ποιος ξέρει;)

2.
Το mast, που το αναφέρει ως απώτερη περσική ρίζα του «μαστούρη» ο Γιαννουλέλλης (Νεοελληνικές Ιδιωματικές Λέξεις, Αθήνα 1982, σ. 61 — βλ. σχόλιο Dr. Moshe), και το αποδίδει ως «τοξικομανής - φιλήδονος», γράφεται στο παραπάνω λεξικό mast και αποδίδεται ως μεθυσμένος (κυριολεχτικά, και, μεταφορικά: έμπλεως), λάγνος, φιλήδονος, ηδυπαθής, μανιασμένος• επίσης, ζώο που βαρβατεύει. Δεν αποδίδεται όμως ως «τοξικομανής»• ίσως αυτό το «τοξικομανής» του Γιαννουλέλλη να είναι απλώς εσφαλμένη μετάφραση του αγγλικού intoxicated (όπως σ’ ένα άρθρο που διάβασα πρόσφατα, όπου κάποιος είχε μεταφράσει το physician «φυσικός» [physicist δηλαδή], ενώ σημαίνει «γιατρός»). Άλλωστε η ίδια η έννοια του «τοξικομανή» μού φαίνεται πολύ μοντέρνα. Ας δούμε λοιπόν τα λήμματα:

مست mast, Drunk, intoxicated; libidinous, lustful, wanton, furious; an animal in rut; (construed with uftādan, raftan, shudan, kardan, &c.); [masti ḵẖarāb, Exceedingly intoxicated, dead drunk;--masti ḵẖarāb u ālūda’i mayi nāb, Excessively drunk and polluted with neat wine;--masti sharābi gurūr, Intoxicated with the wine of temerity, i.e. rash;--masti tāmiḥ (guẕāra, lā-ya’qil, mastān), Dead drunk;--masti mudām (mudmin), Perpetually drunk; a habitual drunkard;]--must, Trouble, distress of mind, complaint, lamentation; root of galangale.

مستان mastān (pl. of mast), Drunken people, &c.; (fuller form of mast), Drunk, intoxicated, &c.

Θυμίζω ότι το μεν ΛΚΝ (αλλά και ο Μπαμπινιώτης, 1η έκδ. • ο Κριαράς δεν έχει τέτοιο λήμμα) θεωρεί πως η ελληνική λέξη «μαστούρης» έχει έρθει από τα τουρκικά (mastur), το δε Τουρκικό Λεξικό Redhouse ότι η τουρκική λέξη mastur, σπανιότερη μορφή της λ. mastor, έχει έρθει από τα ελληνικά! Αφού λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, ίσως να μην έχει γίνει αλισβερίσι ανάμεσα στα ελληνικά και στα τουρκικά παρά η λέξη να έφτασε και στις δύο γλώσσες κατευθείαν από τα περσικά.

Να κι ένα πρωτότυπο σύνθετο του mast, ανάλογο αλλά όχι ίδιο με το δικό μας «ψωροπερήφανος»:

تفاقه مس fāqa-mast, One who is starving, but conceals his distress; a poor starveling who affects the airs of a wealthy man.

3.
Υπάρχει επίσης ένα māst, με α μακρό, μάλλον άσχετο (=τυρόπηγμα):

ماست māst, Sour, coagulated milk; mastic

που έχει και διάφορα χαριτωμένα σύνθετα:

گور ماست gor-māst, New cheese prepared from wild asses’ milk (Παρακαλώ: άγριες, όχι ήμερες γαϊδούρες! Θα ‘θελα να φάω από δαύτο!)

ماست مایه māst-māya, Rennet for curdling. (=πυτιά. Όσο για τη māya αυτή, είναι άραγε τούρκικη [ΛΚΝ] ή πέρσικη; Άσε μην μπλέξουμε πάλι!)

ماستابه māstāba, ماستاوه māstāwa, ماستبا māst-bā, Butter-milk strained, thickened, and dried; a dish dressed with dried sour milk. (Λες ο Μασταμπάς του Ηρακλείου να μην προέρχεται από τους πανάρχαιους μασταμπάδες-πυραμίδες της Αιγύπτου αλλά από το… βουτυρόγαλο; Θεός φυλάξοι!)

4.
Τέλος, υπάρχει ένα mast̤ (με γραμμή κάτω από το t), επίσης άσχετο, που σημαίνει διάφορα πράγματα, ορισμένα αρκετά ευτράπελα:

مسط mast̤ (v.n.), Squeezing with the hand a leathern bottle, or the intestines, in order to force out their contents; wringing (wet cloth); thrusting the hand into the matrix of a camel to extract the seed deposited there by a sorry sire [από χλεμπονιάρη επιβήτορα].


Να σημειώσω και κάτι άκρως εντυπωσιακό: φαίνεται πως τα περσικά έχουν ελάχιστο φθόγγο ο, και λίγο παραπάνω από ελάχιστο φθόγγο ε. Έχουν με φθίνον πλήθος κυρίως α (πάρα πολύ), μετά ι και μετά ου. Το ο μου φαίνεται να είναι 1 προς 500! Ξέρω, Χομεϊνί, Χαμενεϊ, η ιερή πόλη Κομ, κλπ. Αλλά στο λεξικό κουράστηκα να σκρολάρω για να βρω ένα ο!

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ο μαστουρας ειναι αρκετά ίδιο με το να λες εθισμένος σε ναρκωτικές ουσίες..ένα βρέφος είναι εθισμένο στο μαστό της μητέρας του αφού από εκεί παίρνει το απαραίτητο γάλα για να ζήσει...
Δε ξέρω αλλά μου φαίνεται πολού ωραίο...