Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2009

Κοινωνική Σαπίλα

Είδα απόψε την Κοινωνική σαπίλα, ταινία του Στέλιου Τατασόπουλου, του 1932, στη φρεσκοστεγασμένη Ταινιοθήκη. Για τα μέτρα της εποχής στην Ελλάδα, πρέπει να ήταν πολύ ρηξικέλευθο. Το σενάριο, βέβαια, προσχηματικό:

Ένας φτωχός φοιτητής μαθαίνει από τον πατέρα του πως στο εξής πρέπει να κολυμπήσει μόνος του. Πιάνει δουλειά σ' ένα θέατρο, όπου του αναγνωρίζεται το ταλέντο του (παρόλο που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του στις πρόβες του χορευτικού) και γίνεται πρωταγωνιστής!! Έψαχνε για any job, λόγω ανεργίας, είδε μια πόρτα ανοιχτή σ' ένα θέατρο, μπήκε μέσα και... habemus protagonistam! Τέλος πάντων, ερωτεύεται την πρωταγωνίστρια (Νίκι και όχι Νίκη), και, παρόλο που υποτίθεται ότι έπιασε δουλειά για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του, εμείς τον βλέπουμε μαζί με την κοπέλα να σαλιαρίζει στο Φάληρο πίνοντας μπίρες και όχι να μελετά τα βράδια. Η πρωταγωνίστρια πάντως κάποια στιγμή προτιμά έναν γυναικά βιομήχανο ο οποίος της υπόσχεται δικό της θέατρο και θίασο κλπ. Τσιμπάει σαν καμιά χωριατοπούλα κι έτσι ο φτωχός φοιτητής την αποκαλεί πόρνη (διάβασμα χειλιών) και την εγκαταλείπει. Στη συνέχεια αποχωρεί και από το θέατρο όπου δούλευε σαν πρωταγωνιστής. Ο θεατρώνης, πάντως, δεν δείχνει να πολυσκοτίζεται που ο πρωταγωνιστής του τον παρατάει σύξυλο μέσα στη σεζόν, ούτε μαθαίνουμε αν η πρωταγωνίστρια συνεχίζει να παίζει στο θέατρο μετά το σπίτωμά της στου βιομηχάνου.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι στην αποκαταστημένη κόπια εμφανίζεται δύο φορές μια σεκάνς από τις πρόβες του θεάτρου, διάρκειας περίπου ενός λεπτού, με απόσταση πενταλέπτου η πρώτη φορά από τη δεύτερη. Δουλειά άραγε της Ταινιοθήκης ή του Τατασόπουλου, ο οποίος μας ειπώθηκε ότι συμμετείχε στο μοντάζ της ταινίας όταν αυτή αποκαταστάθηκε;
Τέλος πάντων, ο εκ νέου άνεργος και πρώην φοιτητής δε βρίσκει δουλειά (δεν το είχε σκεφτεί αυτό όταν παραιτιόταν από το θέατρο) και τελικά πουλάει τα ρούχα του σ'ένα κατάστημα, όπου στη μαρκίζα διαβάζουμε ανάποδα τη λέξη ΕΝΔΥΜΑΤΑ, ως ΑΤΑΜΥΔΝΕ, πράγμα που πάλι με έβαλε σε σκέψη αν οφείλεται σε γκάφα της Ταινιοθήκης κατά την αποκατάσταση της ταινίας ή όχι.
Ο Ντίνος (αυτό είναι το όνομά του) μπλέκει με τον υπόκοσμο αλλά τελικά ξεφεύγει, και μάλιστα από τα ναρκωτικά, για τα οποία μαθαίνουμε ότι διακινούνται ακόμα και στα νοσοκομεία, και επίσης βλέπουμε έναν να κάνει ένεση... στο έξω μέρος του πήχη του! Παραμένει όμως ο Ντίνος χωρίς δουλειά και πεινάει άγρια. Ο θεατρώνης του τον πετυχαίνει στο δρόμο και προσπαθεί να τον πείσει να επιστρέψει στο θέατρο, αλλά εκείνος αρνείται παρά την πείνα του. Φαίνεται πως ο σκηνοθέτης, σε μια σχιζοφρενική αυτοάρνηση του επαγγέλματός του, ταυτίζει μέσα στην ιστορία του τον κόσμο του θεάματος με την κοινωνική σαπίλα της μπουρζουαζίας (βλ. παρακάτω την περίπτωση της κατάληψης της Λυρικής, πέρσι στα Δεκεμβριανά). Αλλιώς, είναι απορίας άξιον γιατί δεν γυρνά, μια και μάλιστα η συμπρωταγωνίστριά του φαίνεται να μη δούλεψε άλλο εκεί μετά το σπίτωμά της στου βιομηχάνου. Τέλος, λιποθυμά μες στο δρόμο. Κάτι καπνεργάτες τον περιμαζεύουν, τον συνεφέρνουν και του βρίσκουν δουλειά στο καπνεργοστάσιο που δουλεύουν κι αυτοί. Εκεί ο Ντίνος "δεν αργεί να γίνει ηγετικό συνδικαλιστικό στέλεχος", προφανώς με την ίδια ραγδαία ανέλιξη που είχε γίνει και πρωταγωνιστής του θιάσου! Οργανώνεται μια εργατική συγκέντρωση-ομιλία, όπου επεμβαίνει η αστυνομία και γίνεται της τρελής (έχει πλάκα η σκηνή), και ο Ντίνος συλλαμβάνεται και καταλήγει μαζί με πολλούς άλλους "πολιτικούς κρατουμένους" στη φυλακή, παρέα με "τους ποινικούς και τους αλήτες". Και εδώ πάλι εμφανίζεται μια σεκάνς από τη ζωή της φυλακής δύο φορές, ολόιδια.
Ο βιομήχανος διαβάζει για τη σύλληψη του Ντίνου και δείχνει το άρθρο της εφημερίδας στη Νίκι. Αυτή συγκινείται (κομμάτι αργά) και τρέχει παντού για να πετύχει την αποφυλάκισή του, άγνωστο με ποια ιδιότητα, αφού ο βιομήχανος την είχε σπιτώσει αλλά όχι παντρευτεί, άρα με ποιο κοινωνικό κύρος προσπαθεί να βοηθήσει τον Ντίνο; Τέλος πάντων, τελικά τον επισκέφτεται στη φυλακή αλλά αυτός τη σνομπάρει, κι έτσι εκείνη φεύγει. Μετά από λίγο καιρό η Νίκι ανακαλύπτει πως ο βιομήχανος, εκτός από μπεκρής, πηγαίνει και με διάφορες άλλες γυναίκες. Τον αποκαλεί "άθλιο" (διάβασμα χειλιών) και τον εγκαταλείπει. Πηγαίνει έξω από τη φυλακή όταν αποφυλακίζεται ο Ντίνος, μα εκείνος και πάλι δεν της μιλά. Απελπισμένη, κάθεται μόνη της σ' ένα καφενείο, όπου την πλευρίζει ένας σωματέμπορος που αργότερα την ωθεί να εκπορνευτεί με το ζόρι. Γίνεται βαβούρα και μαζεύεται κόσμος, μαζί τους κι ο Ντίνος που έτυχε να περνά από κάτω. Ανεβαίνει, βάζει ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι (για να εξαγοράσει την ελευθερία της Νίκις;) αλλά φεύγει χωρίς να την καταδεχτεί. "Θέλει να ξεκόψει από το παρελθόν", λέει το σχόλιο της ταινίας. "Ξέρει ότι τον περιμένουν οι σύντροφοί του στον αγώνα ενάντια στην κοινωνική σαπίλα". Άρα η ταινία δεν έχει χάπυ εντ, παρά το ότι η Νίκι εγκατέλειψε το βιομήχανο και μάλιστα έγινε και θύμα σεξουαλικοοικονομικής εκμετάλλευσης από τον σωματέμπορο, άρα έγινε προλετάρια. Αφήνω το απίστευτο του ότι μια πρωταγωνίστρα θεάτρου, αντί να γυρίσει στο θέατρο, γίνεται παρ' ολίγον λαϊκή πόρνη. Σε αυτή την άρνηση του Ντίνου να ξαναβρεί τη χαμένη του αγάπη παρά την προφανή ψυχική μεταστροφή της ηθοποιού, διαβλέπω μιαν εξαιρετικά τσιγκούνικη και μοραλιστική-αντιδραστική αντιμετώπιση της γυναίκας από τον Τατασόπουλο.

Σημασία λοιπόν είχε προφανώς να περάσει το εξαιρετικά απλοϊκό μήνυμα, μήνυμα καταγγελίας της σάπιας κοινωνίας και εξύψωσης του εργατικού κινήματος, με τον σάπιο βιομήχανο, τη σάπια γυναίκα και τους αγνούς εργάτες-φτωχούς φοιτητές.

Αναφέρθηκα πιο πάνω στην κατάληψη της Λυρικής πέρσι. Σε κάθε κοινωνική κρίση, όπως η περσινή, ακούγονται και λέγονται, εκτός από τα πολύ σωστά, και οι μεγαλύτερες κοτσάνες. Κάποιοι από τους καταληψίες, ας πούμε, κυκλοφόρησαν τότε μια προκήρυξη που εν ολίγοις έλεγε ότι "όταν οι Γερμανοί σκοτώνανε, η Λυρική ανέβαζε το τάδε έργο. Όταν μετά τη Βάρκιζα οι μοναρχοφασίστες σκοτώνανε, η Λυρική ανέβαζε το τάδε έργο. Όταν η χούντα βασάνιζε το '73 μετά το Πολυτεχνείο, η Λυρική ανέβαζε το τάδε έργο." Κλπ. κλπ. Ταύτιζε δηλαδή την ίδια τη λειτουργία της Λυρικής ως μουσικού θεάτρου με την κοινωνική αναλγησία. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το ίδιο σχήμα και, αντί να μιλήσουν για το τι έκανε η Λυρική κάθε στιγμή, να μιλήσουν για το τι έκανε "του Λινάρδου η ταβέρνα" κάθε στιγμή. "Όταν οι Γερμανοί έκαναν το μπλόκο της Κοκκινιάς, ο Βαμβακάρης έγραφε το 'Σκύλα μ' έκανες και λιώνω' ", κοκ.:


Δεν υπάρχουν σχόλια: