Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2011

Paolo Moreno: I bronzi di Riace

“Οι μπρούντζινοι ανδριάντες του Ριάτσε. Ο δάσκαλος της Ολυμπίας και οι Επτά επί Θήβας” (1998) Αυτός είναι ο πλήρης τίτλος ενός βιβλίου 36 σελίδων μεγέθους λευκώματος τέχνης με πολύ ενδιαφέρον κείμενο, γερή βιβλιογραφία και καταπληκτική εικονογράφηση, για τους περίφημους αυτούς ανδριάντες. Μετά από ένα σύντομο ιστορικό, ο συγγραφέας λέει ότι οι ανδριάντες είχαν κατασκευαστεί σε διαφορετικά χαλκουργεία με μια πολύ ακριβή διαδικασία, δηλ. το κερί είχε απλωθεί όχι πάνω σε καλούπια φτιαγμένα με βάση την αρχική πήλινη μορφή αλλά απευθείας πάνω στο θετικό πρόπλασμα, απόδειξη πολύ υψηλών απαιτήσεων από την πλευρά του παραγγελιοδότη. Οι αναλογίες των δύο αγαλμάτων είναι πολύ παραπλήσιες, παρότι θεωρείται ότι έχουν φτιαχτεί από διαφορετικούς γλύπτες. Υπάρχουν πάρα πολλές θεωρίες· η δική του είναι πως ο ανδριάντας Α (αυτός με το κανονικό κεφάλι και τ’ ασημένια δόντια) είναι έργο του Αργείου γλύπτη Αγελάδα του νεότερου, που ήταν εγγονός του συνομόματου παππού του, επίσης γλύπτη, συνομήλικος του δασκάλου του Φειδία Ηγία και δάσκαλος του Μύρωνα, του Φειδία και του συμπολίτη του Πολυκλείτου [ο ανδριάντας Α έχει εναλλαχτικά αποδοθεί στον Μύρωνα, στο γιο του Μύρωνα, στον Αιγινήτη Ονάτα, στο Φειδία, σε ιταλιωτικό εργαστήριο και σε σικελιωτικό εργαστήριο], ενώ ο Β (αυτός με το μακρουλό κεφάλι) είναι έργο του Λημνιοαθηναίου Αλκαμένη του πρεσβύτερου. Τα χρονολογεί γύρω στο 450. Λέει πως έρευνες που έγιναν στο εσωτερικό των ανδριάντων το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘90 ενόψει ενός συνεδρίου έδειξαν ότι ο ανδριάντας Α φτιάχτηκε στο Άργος.

Ο Αγελάδας αυτός, ο νεότερος, είχε φτιάξει το ανάθημα των Ταραντίνων στους Δελφούς. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι είχε δουλέψει μαζί με τον Αλκαμένη στο αέτωμα του ναού του Διός στην Ολυμπία, αν και δεν αναφέρεται από κανέναν. Αυτός που αναφέρεται (από τον Παυσανία) είναι ο Αλκαμένης, αλλά υπάρχει τουλάχιστον ένας μελετητής (ο Γιαλούρης) που θεωρεί την πληροφορία του Παυσανία αναξιόπιστη. Ο συγγραφέας λέει πως ο Παυσανίας αναφέρει ως δημιουργούς των αετωματικών γλυπτών εκτός από τον Αλκαμένη και τον Παιώνιο, ο οποίος όμως είχε κάνει στην πραγματικότητα τα ακρωτήρια του ναού και όχι τα αετώματα. Ο Παυσανίας λοιπόν γνώριζε πως δύο καλλιτέχνες είχαν δουλέψει στα αετώματα, απλώς έκανε λάθος στο όνομα του ενός, και άρα λείπει ένας, και αυτός ο ένας είναι ο Αγελάδας. Λέει πως η έρευνα είχε εντοπίσει αργείτικο χέρι στο ανατολικό αέτωμα και στις μετόπες και ότι στην αρχή μιλούσαν για τον Αργείτη Διονύσιο αλλά τώρα τον θεωρούν απλό συνεργάτη του δασκάλου, και ο δάσκαλος αυτός ήταν ο, διασημότερος άλλωστε, Αγελάδας. Επίσης θεωρεί ότι η αθηναϊκή τεχνοκριτική άφησε τον Αργείο γλύπτη στο σκοτάδι προς όφελος του Αθηναίου Αλκαμένη, και κάνει σχετικά έναν παραλληλισμό με την περίπτωση του Πιέτρο Καβαλλίνι, ο ρόλος του οποίου αποσιωπήθηκε από τον φιλοτοσκάνο Βαζάρι ώστε να μη γίνει γνωστή η οφειλή του Τζόττο στη σχολή της Ρώμης στις ζωγραφικές της βασιλικής του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης.

Ο δάσκαλος της Ολυμπίας
Στη συνέχεια αρχίζει τις συγκρίσεις του ανδριάντα Α με το Δία του ανατολικού αετώματος της Ολυμπίας αλλά και με τον Απόλλωνα του δυτικού, όπως επίσης με τον Άτλαντα της μετόπης με τα μήλα των Εσπερίδων. Επίσης συγκρίνει τις σγουρές μπούκλες του με εκείνες των Κενταύρων και της Στερόπης.

Θεωρεί ότι έτσι λύνεται το άλλο μεγάλο αίνιγμα της ελληνικής αρχαιολογίας, τα γλυπτά του ναού της Ολυμπίας, και η απάντηση είναι: ο Αγελάδας βοηθούμενος από τον Αλκαμένη. Θεωρεί την παρουσία τους εκεί χαρακτηριστική του κλίματος δυσαρέσκειας στην Πελοπόννησο για τη σπαρτιατική ηγεμονία και της αυξανόμενης αθηναϊκής επιρροής εκεί, από την άφιξη του φυγά Θεμιστοκλή στο Άργος ως τη συμμαχία του Περικλή με την πόλη αυτή σε ανοιχτή πια αντιπαράθεση με τη Σπάρτη. Σχετική είναι η απόφαση συνοικισμού των Ηλείων στην Ήλιδα και η καταστροφή της Πίσας. Με τα λάφυρα οι νικητές ανεγείρουν το ναό του Δία και τον κοσμούν με μια μυθική ήττα της Πίσας (ο θάνατος του βασιλιά της Πίσας Οινόμαου στο ανατολικό αέτωμα) και μ’ ένα επεισόδιο όπου εμφανίζεται ο Αθηναίος Θησέας (η Κενταυρομαχία του δυτικού αετώματος). Άλλωστε και στις μετόπες βλέπουμε συχνά-πυκνά τη θεά της Αθήνας, την Αθηνά, να βοηθά τον Ηρακλή.

Ο Αγελάδας είχε κάνει κι ένα άγαλμα του Δία Ιθωμάτα, αρχικά για τους Μεσσήνιους που είχαν καταφύγει στη Ναύπακτο (460-455)· αυτό κατέληξε τελικά στην κορφή της Ιθώμης, μετά τη νίκη των Θηβαίων επί των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα το 371, που έφερε τα πάνω κάτω στην Πελοπόννησο και οδήγησε στην ίδρυση της Μεσσήνης, στα ριζά της Ιθώμης. Επίσης έναν παιδικό Δία στο Αίγιο (όνομα που βγαίνει από την αίγα που έδωσε γάλα στο θεό) και έναν Ηρακλή επίσης αγένειο. Τέλος, είχε φτιάξει έναν Ηρακλή Αλεξίκακο, στον αθηναϊκό δήμο της Μελίτης (μέσα στο άστυ, Πνύκα μεριά), για να προστατεύει τον κόσμο από την πανούκλα του 430.

Οι Επτά επί Θήβας
Στη συνέχεια περνάει στο ψητό, δηλ. στο ότι τα δύο αγάλματα ανήκουν στο σύνταγμα των Επτά που ήταν στημένο στην Αγορά του Άργους και που το αναφέρει ο Παυσανίας. Μόνο ένα ενεπίγραφο θραύσμα της βάσης έχει βρεθεί, που λέει “εροον τον εν θεβαις”, "= ηρώων τών εν Θήβαις. Ταυτίζει τον Α με τον Τυδέα και τον Β με τον Αμφιάραο. Τους τοποθετεί σε κάποια αντιστοιχία με το ανάλογο αργείτικο ανάθημα στους Δελφούς, έργο των Θηβαίων Υπατόδωρου και Αριστογείτονα για τη νίκη επί των Σπαρτιατών στην Οινόη το 456, πάνω σε ημικυκλική βάση, μαζί με τους Επιγόνους που ήταν παιδιά τους και με πιθανώς τον Ερμή και το Θησέα στη μέση, εκεί που, στο ανάθημα των Δελφών, βρισκόταν το τέθριππο άρμα του μάντη (και πολεμιστή) Αμφιάραου. Υποθέτει 21 συνολικά αγάλματα και θεωρεί πως ο Α (ο μοβόρικος Τυδέας) κοιτάζει άγρια τον Β (τον Αμφιάραο) υπό γωνία, πράγμα που εξηγεί το γύρισμα του κεφαλιού του προς τα δεξιά. Το ότι φαίνονται τα δόντια αποτελεί νύξη για το επεισόδιο όπου ο Τυδέας δάγκωσε το κρανίο του Μελάνιππου, που τον είχε λαβώσει θανάσιμα, κι άρχισε να του ρουφάει τα μυαλά –μάλιστα το συσχετίζει αυτό με τον Κένταυρο που δαγκώνει τον Λαπίθη στο δυτικό αέτωμα της Ολυμπίας. Η κλίση του κεφαλιού του Α είναι 37% και με βάση αυτό τοποθετεί τον Αμφιάραο στην άκρη του βάθρου, στην πρώτη θέση από τ’ αριστερά, και τον Τυδέα στην 8η. Έχει κάνει δε φωτομοντάζ κι έχει τοποθετήσει τους δύο ανδριάντες μαζί, ώστε να αποδίδουν την αναπαράστασή του. Γενικότερα η εικονογράφηση είναι εκπληκτική, δεν έχω ξαναδεί τόσο ωραίες, διεξοδικές και λεπτομερειακές φωτογραφίες αγαλμάτων. Σπάνια απόλαυση. Αυτό βοηθάει πάρα πολύ στην προώθηση των θεωριών του, όταν αρχίζει όχι μόνο την εξέταση των ανατομικών λεπτομερειών, του ύφους του προσώπου κλπ. αλλά και τη λογοτεχνική περιγραφή του χαρακτήρα και του ήθους τους σε συνδυασμό με το μύθο και τα τραγικά γεγονότα του. Ο Χρ. Καρούζος στα καλύτερά του, με τη βοήθεια της υψηλού επιπέδου αρχαιολογικής φωτογραφίας τέχνης. Το φόντο όλων φωτογραφιών του είναι μαύρο κατάμαυρο, πίσσα.

Υπόψιν ότι γιος του Τυδέα είναι ο Αργείος πια Διομήδης (ο Τυδέας αντιθέτως ήταν φευγάτος από την Καλυδώνα όπου τον κατηγορούσαν πως είχε σκοτώσει τον αδερφό του και είχε καταφύγει στο Άργος, όπου γνώρισε –και τσακώθηκε—με τον άλλο φευγάτο, τον Πολυνείκη από τη Θήβα). Θηβαίοι δεν πήγαν στον Τρωικό Πόλεμο, γιατί τους είχαν ξεπαστρέψει οι Επίγονοι. Επίσης, να πούμε πως Οινόη ονομάστηκε ο τόπος όπου αργότερα έγινε η μάχη του 456 από τον Οινέα, το βασιλιά της Καλυδώνας και πατέρα του Τυδέα, που τον έθαψε εκεί ο εγγονός του ο Διομήδης.

Ο συγγραφέας θεωρεί ότι το σύνταγμα ακολουθεί το αισχύλειο δράμα του 467 και είναι άρα επηρεασμένο από το νέο θεατρικό πνεύμα. Επίσης, το όλο ανάθημα είχε ανατεθεί για να γιορτάσει τη νίκη Αργείων και Αθηναίων εναντίον των Σπαρτιατών στη μάχη της Οινόης (456) που αναφέρθηκε και πιο πάνω σε σχέση με το ανάθημα των Δελφών. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Κλεομένης είχε εξοντώσει τον αργείτικο στρατό στη μάχη της Σήπειας το 494 και στην πόλη είχαν κυριαρχήσει μετά οι δούλοι. Οι γιοι όμως των σκοτωμένων της Σήπειας ξαναπαίρνουν την εξουσία και κάνουν δημοκρατία. Μετά την εκδίωξη του Κίμωνα από την Αθήνα οι δύο πόλεις συμμαχούν και νικούν στην Οινόη, οπότε οι Αργείοι ανακαταλαμβάνουν τις Μυκήνες και καταστρέφουν την Τίρυνθα, πόλεις που τις είχαν χάσει το 494. Τότε είναι που ανεγείρουν το ανάθημα στο οποίο ανήκουν οι ανδριάντες του Ριάτσε. Τη μάχη της Οινόης τη ζωγράφισε επίσης ο Πάναινος στην Ποικίλη Στοά της Αθήνας, αφού πρώτα ολοκλήρωσε εκεί τη μάχη του Μαραθώνα σβήνοντας το όνομα του Μιλτιάδη, εφόσον αυτός ήταν πατέρας του Κίμωνα ο οποίος είχε μόλις απομακρυνθεί από την εξουσία. Ώστε οι Επτά του Άργους συμβόλιζαν τους νεκρούς της Σήπειας.

Υπόψιν επίσης ότι τους Επτά ο Κρέων πρόσταξε να τους αφήσουν οι Θηβαίοι άταφους έξω απ’ την πόλη, και χρειάστηκε να πάνε οι Επίγονοι ικέτες στο Θησέα και να πάει εκείνος στη Θήβα και να τους πάρει είτε με την πειθώ είτε με τη βία για να τους θάψει (στην Ελευσίνα) –αν και οι Θηβαίοι έλεγαν πως αυτό ήταν ψέμα και πως τους είχαν θάψει οι ίδιοι κανονικά και με το νόμο. Οι Επτά λοιπόν σύμβολα των νεκρών της Σήπειας και οι Επίγονοι προάγγελοι των νικητών της Οινόης. Το επεισόδιο αυτό της μεσολάβησης του Θησέα παριστάνεται σ’ έναν αττικό κρατήρα από τη Spina, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Φερράρας, που χρονολογείται στο 445 περίπου. Απροπό, στην υδρία Borowski που είναι στην ομώνυμη ιδιωτική συλλογή στη Γερουσαλάιμ βλέπουμε τη συγκινητική σκηνή με τον εκ των Επτά νεαρό γιο της Αταλάντης Παρθενοπαίο να κόβει γυμνός με το σπαθί ένα τσουλούφι απ’ τα μακριά μαλλιά του, ενθύμιο στους δικούς του αν πεθάνει στη μάχη, όπως και θα συμβεί. Κανένας δεν έζησε, και τον Αμφιάραο άνοιξε η γη και τον κατάπιε συντέθριππο. Μόνο ο Άδραστος την κοπάνησε χάρη στο γοργοπόδαρο άτι του, τον Αρείωνα. Πάντως για να σωθεί η Θήβα είχε χρειαστεί να αυτοσφαχτεί πριν από τη μάχη, δώρο στον Άρη, ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα.

Εδώ ο συγγραφέας κάνει κάποιες ωραίες σκέψεις, που αξίζει να παρατεθούν: “Το ανατολικό αέτωμα της Ολυμπίας μάς δίδαξε πως η τραγωδία, με την μοντέρνα της αντίληψη, αρχίζει και αντικαθιστά το έπος και τη λυρική ποίηση ως πρωτοποριακό είδος που διαλέγεται με τις εικαστικές τέχνες (…) Μύθος και ιστορία συγχωνεύονται σε μια οπτική που στον ελληνικό κόσμο αρχίζει να εκδηλώνεται στα δημόσια μνημεία για τους πεσόντες των πολέμων: καταλήγει λογικά σε κηδείες με δαπάνη του κράτους προς όσους έδωσαν τη ζωή τους για την πόλη, κηδείες που είναι μια ευκαιρία ανάκτησης της αριστοκρατικής παράδοσης του πολυτελούς οικογενειακού μνημείου, τη στιγμή που η δημοκρατία περιορίζει την ιδιωτική επίδειξη”.

Με την ευκαιρία αυτή ο συγγραφέας αναφέρει μια συστάδα εννέα τάφων στο δυτικό νεκροταφείο της Ελευσίνας, της υστεροελλαδικής περιόδου, που στο τέλος των γεωμετρικών χρόνων περιτοιχίστηκε με περίβολο που δεν ξαναπαραβιάστηκε, σα να είχε αφιερωθεί σε μια δράκα ηρώων. Αυτό θυμίζει έντονα τον Ταφικό Περίβολο Α των Μυκηνών, με τρασπόρτο σε άλλο ζεύγος εποχών (μεσοελλαδική-υστεροελλαδική).

Ο συγγραφέας αναφέρεται επίσης σε μια σαρκοφάγο του Μουσείου της Κορίνθου που παριστάνει τους Επτά με εντυπωσιακές εικονογραφικές λεπτομέρειες (ως και μια σκάλα για σκαρφάλωμα στα τείχη έχει).

Ο Τυδέας του Αγελάδα
Ακολουθεί τεχνοτροπική ανάλυση του ανδριάντα Α. Πρώτα τα βιογραφικά του ήρωα κι έπειτα μια λογοτεχνική περιγραφή του θέματος, που, όπως είπα, βοηθιέται πάρα πολύ από τις φωτογραφίες. Εικαστικά παράλληλα, κείμενο του Αισχύλου, κείμενο του Λατίνου ποιητή Στάτιου (Θηβαΐδα).

Ο Αμφιάραος του Αλκαμένη
Το ίδιο. Ο Αμφιάραος δεν ήθελε να πάει σ’ αυτό τον πόλεμο γιατί, σαν μάντης που ήταν, ήξερε πώς θα καταλήξει. Αναγκάστηκε όμως από τη γυναίκα του (που δωροδοκήθηκε με το περιδέραιο [όρμον] της Αρμονίας), και γι’ αυτό άφησε παραγγελιά στο γιο του να τη σκοτώσει. Τέλος πάντων, η στάση του Αμφιάραου είναι λίγο με το σώμα προς τα πίσω, δείγμα του δισταγμού, της απροθυμίας του, ενώ ο Τυδέας τον κοιτάει από μακριά έτοιμος να τον δαγκώσει με τα πανέμορφα ασημένια δόντια του, όπως είπαμε. Επίσης, ο θεόπτης γουρλώνει τα μάτια βλέποντας την καταστροφή να πλησιάζει. Το κράνος του μάντη το περιέβαλλε ένα στεφάνι δάφνης ή ελιάς, η τοποθέτηση του οποίου έκανε αναγκαία μια κοίλανση στο σβέρκο του ανδριάντα, που είναι πολύ ορατή και σήμερα. Επίσης, μέσα από το κράνος είχε μια σκούφια από δέρμα (δεν ακουμπούσε το μεταλλικό κράνος στο κεφάλι).

Άλλες μορφές του συντάγματος
Εστιάζει κυρίως σ’ έναν Άδραστο (αντίγραφο στο Museo Nazionale Romano, από το Esquilino). Επίσης, υποθέτει όπως είπα ένα Θησέα (αντίγραφο στο Antiquarium της Villa Adriana) καθώς κι έναν Ερμή ψυχοπομπό (αντίγραφο επίσης στο Antiquarium), που μοιάζει με τον ανδριάντα Α.

Παράγωγα στο Μύρωνα, στο Φειδία και στον Πολύκλειτο
Εδώ μιλάει για τους μαθητές του Αγελάδα και για κάποια αγάλματα των τριών αυτών γλυπτών που μαρτυρούν τις επιδράσεις από το δάσκαλό τους: Δισκοβόλος, Δίας της Σάμου, παγκρατιαστής, Μαρσύας, για το Μύρωνα· Κένταυρος από μετόπη του Παρθενώνα, κεφάλι ερμαϊκής στήλης που παριστάνει τον Αιγέα (και μόνο αυτό δεν καταστράφηκε από τους ερμοκοπίδες), Δίας της Ολυμπίας, για το Φειδία· Δισκοφόρος, Δορυφόρος, για τον Πολύκλειτο. Αλλά και του ανδριάντα Β του Αλκαμένη βρίσκει επιδράσεις, σ’ ένα γύψινο αθλητή από τις θέρμες της Stabia, στο Antiquarium του Castellamare.

Βιβλιογραφία
Όσον αφορά την πλούσια τετρασέλιδη βιβλιογραφία, θα σημειώσω μόνο δύο τίτλους που μου κίνησαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον:
E. Harrison, Archaic and Archaistic Sculpture, The Athenian Agora, XI, Princeton 1965.
Polydipsion Argos, Fribourg (Suisse) 7-9 mai 1987, Paris 1992 (“Bulletin de Correspondance Hellénique”, Supplément XXII).

Αυτά, και άλλα πολλά!

Τρίτη, Νοεμβρίου 22, 2011

Marcel Roelandts: Dynamiques, contradictions et crises du capitalisme, I: Mise en perspective

Το βιβλιαράκι αυτό (Δυναμικές, αντιφάσεις και κρίσεις του καπιταλισμού, Ι: Ένταξη στο πλαίσιο) το είδα στη στήλη βιβλίων του Monde Diplomatique και μου κίνησε το ενδιαφέρον, οπότε μια φίλη μού το ενεχείρισε φτάνοντας απ’ τη Γαλλία. Ο συγγραφέας είναι Βέλγος πανεπιστημιακός, μαρξιστής οικονομολόγος. Διατηρεί έναν ιστότοπο μαζί με τον ομοφρονούντα του Jacques Gouverneur, στη διεύθυνση http://www.capitalisme-et-crise.info. Το βιβλιαράκι έχει 116 σελίδες μικρού σχήματος και τα εξής κεφάλαια:

Εισαγωγή / Τα αντιφατικά ελατήρια του καπιταλισμού / Τα εσωτερικά όρια του καπιταλισμού / Ο καπιταλισμός και η εξωτερική του σφαίρα / Η απαρχαίωση (obsolescence) του καπιταλισμού / Η παρένθεση της “Ένδοξης Τριακονταετίας” / Ο απορρυθμισμένος [με δύο ρο το Λεξ. Κοινής Νεοελληνικής] κρατικός καπιταλισμός: τα όρια και οι κρίσεις του / Συμπέρασμα / Κατάλογος γραφημάτων και πινάκων / Βιβλιογραφίες

Το βιβλίο αποτελεί έκδοση του εντύπου Contradictions (διεύθ. 2, avenue des Grenadiers, Bte 1, 1050 Bruxelles, τηλ./φαξ 02/660.65.98) για το 4ο τρίμηνο του 2010.

Η βασική θέση του συγγραφέα είναι ότι εκείνο που έφερε την εγκατάλειψη του “κεϋνσιανού-φορντιστικού μοντέλου” της “Ένδοξης Τριακονταετίας” 1945-1975 ήταν η πτώση της παραγωγικότητας, που έφερε πτώση του ποσοστού του κέρδους, πράγμα που ανάγκασε τους κεφαλαιοκράτες σε μια πρώτη φάση να αρχίσουν τις απολύσεις με αναδιαρθρώσεις κλπ. αυξάνοντας την ανεργία –καθώς το επίπεδο της ταξικής πάλης (συνδικάτα, απεργίες κλπ.) δεν τους επέτρεπε μειώσεις μισθών–, ώστε να μειώσουν το εργατικό κόστος, και, σε δεύτερη φάση οπότε είχαν πάρει το πάνω χέρι χάρη στην ανεργία, να αρχίσουν χωρίς εργατική αντίσταση να συμπιέζουν τους μισθούς, όλα αυτά ώστε να αυξήσουν τα πεσμένα κέρδη τους. Η συμπίεση των μισθών έφερε μείωση της ζήτησης, η οποία δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με αύξηση της κατανάλωσης των πλουσίων, κι έτσι άρχισε η κρίση υποκατανάλωσης-υπερπαραγωγής, που δημιούργησε κεφάλαια που δεν μπορούσαν να επενδυθούν, αφού τα παραγόμενα προϊόντα δεν θα μπορούσαν να βρουν αγοραστές. Αυτή η διαθεσιμότητα κεφαλαίων που έμεναν αναξιοποίητα τα οδήγησε στις τοποθετήσεις στο χρηματιστικό τομέα, με αποτέλεσμα το γιγάντωμα του μεριδίου του τελευταίου στο όλο καπιταλιστικό οικοδόμημα και τη δημιουργία αλλεπάλληλων φουσκών, σε συνδυασμό με την απορρύθμιση του τομέα αυτού, που τον κατέστησε ανεξέλεγκτο. Όσον αφορά την παγκοσμιοποίηση καθώς και τη θεωρία (της Λούξεμπουργκ) ότι η κρίση δημιουργείται από την εξάντληση των εξωτερικών αγορών, αντιτείνει ότι η μεν παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η μετανάστευση των κεφαλαίων, άρχισε μετά τη νεοφιλελεύθερη στροφή του 1982 και άρα είναι αιτιατό και όχι αίτιο της πτώσης των μισθών, η δε ευημερία της Ένδοξης Τριακονταετίας στηρίχτηκε σε εσωστρεφή ανάπτυξη και όχι στο εμπόριο με τον τρίτο κόσμο.

Ως προς το ποσοστό του κέρδους λέει ότι μπορεί η βραχυπρόθεσμη πτώση του να καθορίζει τις υφέσεις, αλλά μεσοπρόθεσμα μπορεί να ανεβαίνει: ήταν σε ψηλό επίπεδο μετά τον πόλεμο, έπεσε τη δεκαετία του ‘70 αλλά ανέβηκε σαφώς από το ‘82 και μετά (τουλάχιστον ως το ‘97), και λόγω της κακής για τους μισθωτούς τροπής της ταξικής πάλης (που όμως οφείλεται στην ανεργία που όμως οφείλεται… βλ. παραπάνω).

Τη δεκαετία του ‘70 τη θεωρεί δεκαετία ψευδαισθήσεων,

τόσο για την πολιτική τάξη, που νόμιζε πως οι υφέσεις του ‘71 και του ‘75 δεν ήταν δομικές αλλά συγκυριακές (ή και εξωγενείς, λόγω της πετρελαϊκής κρίσης), και πως άρα με τη λήψη μερικών μέτρων κεϋνσιανού χαρακτήρα για τη στήριξη της ζήτησης θα επέστρεφε η ανάπτυξη,

όσο και για τον κόσμο της εργασίας, εφόσον η κεϋνσιανή αντιμετώπιση της ανεργίας (επιδόματα κλπ.) μετρίαζε τις συνέπειές της και εφόσον οι κινητοποιήσεις δεν αυξάνονταν μεν αλλά πάντως δεν είχαν αρχίσει να υποχωρούν κατατροπωμένες όπως συνέβη μετά το ‘82,

όσο και για την αριστερά, που νόμιζε πως μπορεί να διορθώσει τα πράγματα με άλλες πολιτικές (γαλλικό Κοινό Πρόγραμμα, ιταλικός Ιστορικός Συμβιβασμός),

όσο και για τα συνδικάτα, αφού το ποσοστό των συνδικαλισμένων αυξανόταν, προτού πάρει την κάτω βόλτα τη δεκαετία του ‘80.

Και καταλήγει σε κάτι πολύ καίριο για τη δεκαετία του ‘80 στην Ελλάδα:

Όλα αυτά τα σφάλματα στην οικονομική διάγνωση και οι πολιτικές ψευδαισθήσεις θα επιδεινώσουν την αρρώστια. Διότι το να υιοθετείς κεϋνσιανές πολιτικές στήριξης της ζήτησης σ’ ένα περιβάλλον υποχώρησης της παραγωγικότητας, το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι να γεμίσεις χρέη το Κράτος και να αναπτύξεις τον πληθωρισμό, χωρίς με αυτό να ανατάξεις την παραγωγικότητα ούτε να αποκαταστήσεις την κερδοφορία των επιχειρήσεων.

Όλα αυτά καθιστούν την παραγωγικότητα το πρώτο κινούν της όλης αλυσίδας (σε αντίθεση με άλλες σχολές μαρξιστών οικονομολόγων, όπως μας εξηγεί ο συγγραφέας, οι οποίοι τοποθετούν στην αρχή της αλυσίδας άλλους παράγοντες). Οπότε θα επιθυμούσα μια μεγαλύτερη ανάλυση της παραμέτρου αυτής. Στο θέμα της Ένδοξης Τριακονταετίας λέει ότι οι λόγοι που έμεινε από κάρβουνο είναι ότι οι τεχνικές πρόοδοι επιβραδύνθηκαν από τα μέσα των εξήνταζ (πατέντα Νίκου Σαραντάκου αυτή!) και μετά:

1) Όταν πια η φορντιστική οργάνωση της εργασίας γενικεύτηκε, οι αυξήσεις της παραγωγικότητας που προέκυπταν από την επένδυση σε νέες μηχανές αλυσίδας παραγωγής έπαψαν και απόμειναν μόνο οι αυξήσεις που προέκυπταν από τεχνικές καινοτομίες.

2) Αυτές οι καινοτομίες γίνονταν όλο και πιο δαπανηρές και υπόκεινταν στο νόμο των φθινουσών αποδόσεων. Έτσι, το πραγματικό ύψος των επενδύσεων ανά θέση εργασίας στις ΗΠΑ πολλαπλασιάστηκε κατά 1,5 από το 1958 ως το 1978, αλλά κατά 1,9 από το 1978 ως το 2007.

3) Με την αύξηση της αγοραστικής δύναμης και άρα τον εξοπλισμό των νοικοκυριών με τα “φορντιστικά καταναλωτικά αγαθά” (αμάξι, ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, στερεοφωνικό κλπ.) η κοινωνική ζήτηση μετατοπίστηκε σταδιακά προς αγαθά του τριτογενούς τομέα, που έχουν χαμηλότερη παραγωγικότητα: υγεία, διασκέδαση, τουρισμός, προσωπικές υπηρεσίες κλπ. Άρα υπήρξε επιβράδυνση της αύξησης της παραγωγικότητας.

4) Τέλος, το ‘65-‘80, οι κοινωνικές αντιστάσεις στις συνέπειες της εργασίας στην αλυσίδα παραγωγής συνέβαλαν και αυτές στην επιβράδυνση των αυξήσεων της παραγωγικότητας.

Οι τέσσερις περίοδοι που δέχεται, είναι:

α) ένας πρώτος παραγωγικός τρόπος (ordre productif) από το ‘45 ως το ‘70. Κεϋνσιανο-φορντιστική ρύθμιση, αύξηση παραγωγικότητας και ποσοστού του κέρδους ή πάντως στάση τους σε υψηλά επίπεδα και μαζί όλων των άλλων οικονομικών μεταβλητών.

β) Εξάντληση αυτού του παραγωγικού τρόπου. Μείωση της αύξησης της παραγωγικότητας και του ποσοστού του κέρδους που επιφέρει μείωση της συσσώρευσης και της ανάπτυξης ως το 1982. Αυτή η αλλαγή αρχίζει το ‘66 στις ΗΠΑ, το ‘70 περίπου στην Ευρώπη, και αργότερα στην Ιαπωνία. Κατά συνέπεια τερματισμός της μεταπολεμικής ευημερίας και έναρξη μιας μακρόχρονης περιόδου κρίσεων ώς τις μέρες μας (40 χρόνια τώρα).

γ) Πάνω στα χαλάσματα της κεϋνσιανο-φορντιστικής ρύθμισης, και μέσα σ’ ένα πολύ υποβαθμισμένο κλίμα, μετά τη νεοφιλελεύθερη στροφή των αρχών των ογδόνταζ στήνεται ο απορρυθμισμένος κρατικός καπιταλισμός. Αυτός βασίζεται στη βίαιη αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης, πράγμα που επιτρέπει την ανάταξη του ποσοστού του κέρδους. Επειδή είναι απορρυθμισμένος, η λειτουργία του είναι εξ ορισμού πολύ πιο ασταθής.

δ) Τέλος, θεωρεί ότι οι τελευταίες εργασίες του(ς) υποδεικνύουν ότι έχουμε πιθανότατα μπει σε μια νέα φάση πτώσης του ποσοστού του κέρδους από το 1997 και μετά. [και παραπέμπει στο σάιτ τους για τα περαιτέρω]

Αυτά, και άλλα πολλά. Η συνέχεια στο πανί, δηλαδή στο βιβλίο!

Παναγιώτης Κονδύλης – Η μετάφραση ως μέθοδος

Πήγα χτες στην παραπάνω εκδήλωση, που έγινε σε συνεργασία με τη Γενική Διεύθυνση Μετάφρασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η βραδιά ξεκίνησε με χαιρετισμούς του Διευθ. του Ινστιτούτου Γκαίτε και του υπεύθυνου παραρτήματος Αθηνών της Γενικής Διεύθυνσης Μετάφρασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και έκλεισε με μπουφέ (μέτριας νοστιμιάς).

Εισαγωγή-συντονισμός, καθ. Αθανάσιος Καΐσης (καθ. Νομικής Παν. Θεσσαλον.) Έκανε σύντομη εισήγηση και στη συνέχεια παρενέβαινε με σχόλια ανάμεσα στις ομιλίες. Επίσης συντόνισε τη διαδικασία των ερωτήσεων-παρεμβάσεων του κοινού στο τέλος.

Ομιλητές

Λευτέρης Αναγνώστου (μεταφραστής των έργων του Κονδύλη μετά το θάνατό του): Μεταφράζοντας τον Κονδύλη (βλ. στο τέλος)

Φώτης Δημητρίου (διδάσκει στη Χαϊδελβέργη) έχει επιφορτιστεί με τη μετάφραση στα γερμανικά και δημοσίευση των καταλοίπων-σημειωμάτων του Κονδύλη από τον 2ο και τον 3ο τόμο της Κοινωνικής Οντολογίας του): Einige Positionen zur Sozialontogie bei Kondylis (Ορισμένες θέσεις του Κονδύλη για την κοινωνική οντολογία)

Κώστας Κουτσουρέλης (ποιητής, μεταφραστής κ.ά., ο Καΐσης είπε ότι ο Κονδύλης είχε πει πολύ καλά λόγια για τις μεταφράσεις του στη σειρά Ο Νεώτερος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός των εκδόσεων Νεφέλη, την οποία διεύθυνε ο Κονδύλης ως το θάνατό του): Παναγιώτης Κονδύλης: Η μετάφραση ως πολιτική (χώρισε τους μεταφραστές σε επαγγελματίες και σε προγραμματικούς, διαχωρισμός που τον αμφισβήτησε στη συνέχεια ο Καΐσης λέγοντας πως έχει δει διάφορους «προγραμματικούς» μεταφραστές που ήταν απλώς ψώνια και μετέφραζαν όπως γουστάρανε επειδή και καλά they were on a mission. Επίσης, άρχισε να μιλάει [ο Κουτσουρέλης] για την ένδεια των μεταφραστικών μας πραγμάτων, για τα εκατομμύρια που ξοδεύτηκαν στην έκθεση βιβλίου της Φραγκφούρτης το 2001 ή 2002 και τη συνέδεσε με τη γενικότερη χρεοκοπία της χώρας, πράγμα που, εκφερόμενο μέσα στο Ινστιτούτο Γκαίτε, μου δημιούργησε μιαν άσχημη γεύση, παρότι δεν είμαι από αυτούς που θεωρούν ότι για όλα φταίνε οι ξένοι και δη οι Γερμανοί –μάλιστα τη στιγμή που τα έλεγε αυτά πρόσεξα ότι ο εκ των ομιλητών Γερμανός Falk Horst χαμογέλασε, χωρίς να μπορώ να γνωρίζω το νόημα του χαμόγελου).

Μιχάλης Παπανικολάου (αν είχα κλείσει τα μάτια μου θα νόμιζα πως μιλάει ο Γιάννης Χάρης, τόσο έμοιαζε η χροιά της φωνής! αλλά και —λιγότερο— το σουλούπι, αν και ο Παπανικολάου είναι νέος): Ο Κονδύλης ως μεταφραστής των κειμένων του (ανάλυση του γλωσσικού ιδιώματος του μεταφραστή Κονδύλη στις διάφορες φάσεις της καριέρας του [1970-1996]). Πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή, που χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία. Μακάρι να μας δώσει μια εκτενή μελέτη πάνω στο θέμα.

Falk Horst (πανεπιστημιακός και φίλος του Κονδύλη, σ’ αυτόν ανέθετε ο Κονδύλης το τελευταίο κοίταγμα ‘από γερμανικό μάτι’, όπως είπε ο Καΐσης, προτού τα βιβλία του πάρουν την άγουσα για το τυπογραφείο): Sprache und Wirklichkeitserfassung bei Kondylis (Γλώσσα και αντίληψη της πραγματικότητας στον Κονδύλη). Δυστυχώς εδώ η αφαιρετικότητα του λόγου και οι δαιδαλώδεις στοχασμοί δεν νομίζω ότι μπορούσαν να παρακολουθηθούν μέσα από τις συσκευές ταυτόχρονης διερμηνείας. Ίσως ένας ομιλητής, γνωρίζοντας ότι θα ακουστεί στο κοινό κατά πλειοψηφία μέσα από μια τέτοια διαδικασία, να έπρεπε να συντάσσει ένα πιο απλό κείμενο. Τα λιγοστά γερμανικά μου δεν μου επέτρεψαν να τον ακούσω απευθείας στη γλώσσα του. Αν είχε μοιράσει το κείμενο της ομιλίας του, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά…

Παναγιώτης Χριστιάς (Παν. Κύπρου, αλλά από την προφορά μού φάνηκε Ελλαδίτης): Γραφή και υποκειμενικό αίσθημα ισχύος στον Κονδύλη. Η ομιλία του άναψε λίγο τα αίματα, πρώτον γιατί μιλούσε με άνεση κοιτώντας το κοινό (είχε όμως και σημειώσεις) και δεύτερον και κυρίως γιατί μίλησε για ‘ειρωνεία’, ‘επιθετικότητα’ και ‘εριστικότητα’ της γλώσσας του Κονδύλη ως αντανάκλαση της συνείδησής του ότι η φιλοσοφική του γλώσσα έχει αξιώσεις επιστημονικότητας και άρα αυξημένη αντικειμενική ισχύ. Στη συνέχεια παρενέβη ο Καΐσης που είπε ότι όσοι γνώρισαν τον Κονδύλη ξέρουν ότι ήταν άνθρωπος που χαρακτηριζόταν από εξαιρετική φιλότητα. Ωστόσο, αν κατάλαβα καλά (στις προφορικές εισηγήσεις δεν είναι τόσο εύκολο να μην παρανοήσεις), ο Χριστιάς δεν μιλούσε για το χαρακτήρα του Κονδύλη αλλά για το χαρακτήρα της γλώσσας του. Το σε ποιο βαθμό αυτά τα δύο μπορούν να διαχωριστούν είναι ένα θέμα. Το αν, όχι. Μπορείς δηλαδή να έχεις έναν άνθρωπο που είναι πολύ φιλικός στη συναναστροφή του με αυτούς (τους λίγους;) που αποδέχεται και εκτιμά αλλά που κατακεραυνώνει, όταν γράφει, αυτούς (τους πολλούς;) που απορρίπτει, γιατί θεωρεί ότι δεν σέβονται τους κανόνες της λογικής, ή ότι υποκρίνονται, ή ότι δεν έχουν την εντιμότητα να απλώνουν μπροστά τους όλα τα ιστορικά δεδομένα, μερικά από τα οποία θα αντέφασκαν προς τις ελλιπείς εξηγητικές θεωρίες τους. Ο Χριστιάς είπε ότι ο Κονδύλης θεωρούσε πως έχει επεξεργαστεί μια νέα φιλοσοφική γλώσσα, φτιαγμένη με τους παλιούς όρους της γνωστής φιλοσοφικής παράδοσης, όπου όμως το νέο περιεχόμενο που τους έδωσε ο ίδιος είχε αυξημένη ισχύ γιατί μπορούσε να επαληθευτεί από ή έστω να καλύψει όλη την ιστορική πείρα του ανθρώπου, από την οποία δεν είναι θεμιτό να αποκλείεται ως ‘εξαίρεση’ τίποτα. Τη σύγκρινε αυτή τη γλώσσα με τη γλώσσα της επιστήμης και είπε πως ο Κονδύλης είχε το ίδιο αίσθημα ισχύος γι’ αυτήν που έχει ένας επιστήμονας, π.χ. ένας μαθηματικός, για την ισχύ της μαθηματικής γλώσσας. Δηλ. ότι ο επιστήμονας μπορεί να ελέγξει ο ίδιος την αντικειμενική ισχύ των λεγομένων του με βάση την ίδια τη μαθηματική γλώσσα, αφού αυτή γίνεται δεκτή καθολικά. Έτσι και για τη δική του γλώσσα (για τους δικούς του όρους, εντέλει, με το περιεχόμενο που τους είχε δώσει), ο Κονδύλης θεωρούσε (κατά τον Χριστιά, πάντα) ότι μπορούσε ο ίδιος να ελέγξει αν τα λεγόμενά του στέκουν ή δε στέκουν, και να δει αν επαληθεύονται ή διαψεύδονται. Για παράδειγμα, είπε πως ο Riemann θα μπορούσε ο ίδιος να ελέγξει αν η γεωμετρία του ισχύει ή δεν ισχύει. Σε αυτό διαφέρει κατ’ αυτόν η γλώσσα των άλλων, π.χ. της θεολογίας ή του μυστικισμού, που έχει μόνο υποκειμενική ισχύ (για τον ομιλούντα και τους οπαδούς του). Παρά τη μομφή που διατυπώθηκε από ένα μέλος του κοινού που παρενέβη στο τέλος, ότι ο Χριστιάς παρουσίασε μια ‘θετικιστική καρικατούρα’ της σκέψης του Κονδύλη, παρουσιάζοντάς τον να πρεσβεύει αυτό ακριβώς που εκείνος είχε πολεμήσει ως άποψη, δηλ. ότι υπάρχει αντικειμενική ισχύς κάποιων αξιών, γλωσσών, φιλοσοφιών κλπ., είναι γεγονός ότι βασική θέση του Κονδύλη είναι ότι ναι μεν όλες οι αξίες που διατυπώνονται υποκρύπτουν αξιώσεις ισχύος, αλλά η δική του περιγραφική θεωρία μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι αντικειμενική, και η αντικειμενικότητα της γνώσης είναι εφικτή, από κάποιο μη αξιακό, καθαρά περιγραφικό αρχιμήδειο μετερίζι. Μάλιστα είχε γράψει κι ένα κείμενο όπου είχε προσπαθήσει να εξετάσει τη γλώσσα των μαθηματικών μέσα από αυτό το πρίσμα, αλλά δεν το έχω διαβάσει. (Από τον Καΐση τονίστηκε ότι ο Κονδύλης διάβαζε πολύ μαθηματικά, πράγμα που τεκμαίρεται και από τα πολλά βιβλία μαθηματικών που είχε στη βιβλιοθήκη του, της οποίας ο κατάλογος μάς ανακοίνωσε ότι οσονούπω θα δημοσιευτεί και στο διαδίκτυο από το Παν. Θεσσαλον.).

Η πιο ενδιαφέρουσα ομιλία για έναν απλό [επαγγελματία…] μεταφραστή ήταν προφανώς η σύντομη ομιλία του Λευτέρη Αναγνώστου (βλ. τίτλο παραπάνω). Δεδομένου ότι ο Κονδύλης μετέφραζε ο ίδιος τα έργα του στα ελληνικά (τα οποία κατά τη γνώμη μου είχε συλλάβει γλωσσικά μέσα στο μυαλό του στα ελληνικά, αφού τα σημειώματα-κατάλοιπά του για την Κοινωνική Οντολογία είναι κυρίως στα ελληνικά, αν και βρίθουν εννοείται από γερμανικά αλλά και από τις λοιπές πολλές γλώσσες που ήξερε, όπως μας είπε ο Φώτης Δημητρίου), δεδομένου λοιπόν αυτού καθώς και του ότι ο ίδιος είχε δηλώσει όταν ζούσε ότι δεν είχε καν διανοηθεί να τα δώσει σε άλλους προς μετάφραση, εντύπωση μου έκανε η απόφαση του Αναγνώστου να αλλάξει την απόδοση ενός τόσο κεντρικού όρου όσο ο όρος Ισχύς (Macht) σε Εξουσία, γιατί, λέει, η Ισχύς μπορεί να σημαίνει επίσης κάτι που έχει εγκυρότητα (validity), και δεν ήθελε να υπάρχει αυτή η σύγχυση. [Εν τοιαύτη περιπτώσει, γιατί δεν απέδιδε το Macht ως Δύναμη;]

Εδώ προκύπτουν δύο ενστάσεις: η πρώτη, ότι και μεταξύ Ισχύος και Εξουσίας υπάρχει απόσταση, αφού η Ισχύς δεν προϋποθέτει τα μέσα καταναγκασμού που διαθέτει η Εξουσία, και αντιστρόφως (υπάρχουν και ανΙσχυρες Εξουσίες). Και αυτό, παρά το σχόλιο του νομικού Καΐση (απ’ αφορμή ωστόσο άλλη ομιλία, εκείνη του Χριστιά περί υποκειμενικού αισθήματος ισχύος), ότι ισχύς δεν νοείται χωρίς καταναγκασμό, πράγμα που εγώ, σε πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον, το βρίσκω λανθασμένο: η ισχύς τού “και όμως κινείται” του Γαλιλαίου δεν έχει σχέση με την εξουσία του Γαλιλαίου να επιβάλει την άποψή του στην εποχή του. Όσο λοιπόν μπορεί να υπάρξει σύγχυση μεταξύ Ισχύος και Εγκυρότητας, άλλο τόσο και μεταξύ Ισχύος και Εξουσίας.

Η δεύτερη ένσταση, που απορρέει από την πρώτη, είναι ότι το δίλημμα αυτό, της επιλογής δηλ. ανάμεσα στις δύο παραπάνω πιθανές αμφισημίες, το είχε αντιμετωπίσει προφανώς ο ίδιος ο Κονδύλης, και το έλυσε διαλέγοντας τον όρο Ισχύς αντί για τον όρο Εξουσία. Πώς λοιπόν έρχεται ο μεταφραστής του και αλλάζει έναν τόσο κομβικό όρο; Άλλο να μη σεβαστείς την επιλογή του άλλου επειδή προέκυψε ένα νέο στοιχείο, επειδή παρουσιάζεις ένα νέο επιχείρημα, που ο άλλος δεν το γνώριζε ή δεν το είχε σκεφτεί, και άλλο να μην τη σεβαστείς επειδή εσύ θεωρείς ότι η επιλογή του άλλου υπήρξε λανθασμένη. Εδώ θα έπρεπε να προκρίνεται η τήρηση των επιλογών του άλλου, νομίζω.

Επίσης, ο Αναγνώστου είπε ότι ένας άλλος όρος που δεν κράτησε είναι ο όρος ‘πολεμικός’ ως απόδοση του polemisch, διότι, όπως είπε, το πολεμικός σημαίνει άλλο πράγμα στα ελληνικά, έχει να κάνει με τον πόλεμο και όχι με την πολεμική. Αυτό είναι ένα πρόβλημα πασίγνωστο, που όλοι οι μεταφραστές το νιώθουν οξύτατα στο πετσί τους. Έχει να κάνει με την πολυχιλιετή υιοθέτηση ελληνικών όρων από τα λατινικά και στη συνέχεια από τις λοιπές ευρωπαϊκές γλώσσες, υιοθεσία που έχει δημιουργήσει ένα διπλό οπλοστάσιο όρων στις γλώσσες αυτές, οι οποίες ‘εισήγαν άκριτα’ και ‘πιθήκιζαν’ όρους από την κυρίαρχη αρχαία ελληνική [δανείστηκα δύο εκφράσεις του γλωσσαμυντορικού συρμού], με αποτέλεσμα να μας ρίχνουν τώρα στ’ αφτιά, γι’ αυτό και πιστεύω πως λίγη ‘άκριτη [δηλ. λελογισμένη] εισαγωγή’ και λίγος [δηλ. λελογισμένος] ‘πιθηκισμός’ έκανε, κάνει και θα κάνει πάρα πολύ καλό στη νεοελληνική γλώσσα. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι, πρώτον, δεν μας είπε ο Αναγνώστου με ποιον όρο αποδίδει ο ίδιος το polemisch, και, δεύτερον, και πάλι ισχύει εδώ ό,τι και με την Ισχύ, δηλ. ότι ο ίδιος ο Κονδύλης προφανώς γνώριζε ότι άλλο πόλεμος και άλλο πολεμική και παρ’ όλα αυτά είχε πάρει την Απόφαση (άλλη κεντρική έννοια της θεωρίας του Κονδύλη) να αποδώσει το polemisch ως πολεμική. Άρα μπαίνει κι εδώ το ίδιο θέμα του σεβασμού της δικής του επιλογής, αφού κανένα νέο επιχείρημα δεν προβλήθηκε, παρά μόνο το άλλως φρονείν του νέου μεταφραστή.

Κατά τα άλλα, ο Αναγνώστου είπε ότι τις περισσότερες φορές σεβάστηκε τις μεταφραστικές επιλογές του Κονδύλη.

Να κλείσω με μια ανακοίνωση που πολύ τη χάρηκα. Ο Καΐσης είπε ότι προσεχώς θα εκδοθούν στα ελληνικά η Γένεση της διαλεκτικής, που την περιμένω πώς και πώς εδώ και χρόνια, και ο Συντηρητισμός. Επίσης, ότι βρίσκονται σε καλό δρόμο οι επαφές για να εκδοθεί επιτέλους αυτός ο σπουδαίος στοχαστής στα αγγλικά (ούτε στα γαλλικά υπάρχει· αυτό για να καταλάβουν όλοι σε πόσο κοσμοπολίτικο και υπεράνω εθνικισμών περιβάλλον ζούμε…) Το ποσοστό μεταφρασμένων τίτλων στα αγγλικά είναι 2% ή 4% (στοιχεία του Κουτσουρέλη, αν θυμάμαι καλά).