Τρίτη, Νοεμβρίου 22, 2011

Marcel Roelandts: Dynamiques, contradictions et crises du capitalisme, I: Mise en perspective

Το βιβλιαράκι αυτό (Δυναμικές, αντιφάσεις και κρίσεις του καπιταλισμού, Ι: Ένταξη στο πλαίσιο) το είδα στη στήλη βιβλίων του Monde Diplomatique και μου κίνησε το ενδιαφέρον, οπότε μια φίλη μού το ενεχείρισε φτάνοντας απ’ τη Γαλλία. Ο συγγραφέας είναι Βέλγος πανεπιστημιακός, μαρξιστής οικονομολόγος. Διατηρεί έναν ιστότοπο μαζί με τον ομοφρονούντα του Jacques Gouverneur, στη διεύθυνση http://www.capitalisme-et-crise.info. Το βιβλιαράκι έχει 116 σελίδες μικρού σχήματος και τα εξής κεφάλαια:

Εισαγωγή / Τα αντιφατικά ελατήρια του καπιταλισμού / Τα εσωτερικά όρια του καπιταλισμού / Ο καπιταλισμός και η εξωτερική του σφαίρα / Η απαρχαίωση (obsolescence) του καπιταλισμού / Η παρένθεση της “Ένδοξης Τριακονταετίας” / Ο απορρυθμισμένος [με δύο ρο το Λεξ. Κοινής Νεοελληνικής] κρατικός καπιταλισμός: τα όρια και οι κρίσεις του / Συμπέρασμα / Κατάλογος γραφημάτων και πινάκων / Βιβλιογραφίες

Το βιβλίο αποτελεί έκδοση του εντύπου Contradictions (διεύθ. 2, avenue des Grenadiers, Bte 1, 1050 Bruxelles, τηλ./φαξ 02/660.65.98) για το 4ο τρίμηνο του 2010.

Η βασική θέση του συγγραφέα είναι ότι εκείνο που έφερε την εγκατάλειψη του “κεϋνσιανού-φορντιστικού μοντέλου” της “Ένδοξης Τριακονταετίας” 1945-1975 ήταν η πτώση της παραγωγικότητας, που έφερε πτώση του ποσοστού του κέρδους, πράγμα που ανάγκασε τους κεφαλαιοκράτες σε μια πρώτη φάση να αρχίσουν τις απολύσεις με αναδιαρθρώσεις κλπ. αυξάνοντας την ανεργία –καθώς το επίπεδο της ταξικής πάλης (συνδικάτα, απεργίες κλπ.) δεν τους επέτρεπε μειώσεις μισθών–, ώστε να μειώσουν το εργατικό κόστος, και, σε δεύτερη φάση οπότε είχαν πάρει το πάνω χέρι χάρη στην ανεργία, να αρχίσουν χωρίς εργατική αντίσταση να συμπιέζουν τους μισθούς, όλα αυτά ώστε να αυξήσουν τα πεσμένα κέρδη τους. Η συμπίεση των μισθών έφερε μείωση της ζήτησης, η οποία δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με αύξηση της κατανάλωσης των πλουσίων, κι έτσι άρχισε η κρίση υποκατανάλωσης-υπερπαραγωγής, που δημιούργησε κεφάλαια που δεν μπορούσαν να επενδυθούν, αφού τα παραγόμενα προϊόντα δεν θα μπορούσαν να βρουν αγοραστές. Αυτή η διαθεσιμότητα κεφαλαίων που έμεναν αναξιοποίητα τα οδήγησε στις τοποθετήσεις στο χρηματιστικό τομέα, με αποτέλεσμα το γιγάντωμα του μεριδίου του τελευταίου στο όλο καπιταλιστικό οικοδόμημα και τη δημιουργία αλλεπάλληλων φουσκών, σε συνδυασμό με την απορρύθμιση του τομέα αυτού, που τον κατέστησε ανεξέλεγκτο. Όσον αφορά την παγκοσμιοποίηση καθώς και τη θεωρία (της Λούξεμπουργκ) ότι η κρίση δημιουργείται από την εξάντληση των εξωτερικών αγορών, αντιτείνει ότι η μεν παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η μετανάστευση των κεφαλαίων, άρχισε μετά τη νεοφιλελεύθερη στροφή του 1982 και άρα είναι αιτιατό και όχι αίτιο της πτώσης των μισθών, η δε ευημερία της Ένδοξης Τριακονταετίας στηρίχτηκε σε εσωστρεφή ανάπτυξη και όχι στο εμπόριο με τον τρίτο κόσμο.

Ως προς το ποσοστό του κέρδους λέει ότι μπορεί η βραχυπρόθεσμη πτώση του να καθορίζει τις υφέσεις, αλλά μεσοπρόθεσμα μπορεί να ανεβαίνει: ήταν σε ψηλό επίπεδο μετά τον πόλεμο, έπεσε τη δεκαετία του ‘70 αλλά ανέβηκε σαφώς από το ‘82 και μετά (τουλάχιστον ως το ‘97), και λόγω της κακής για τους μισθωτούς τροπής της ταξικής πάλης (που όμως οφείλεται στην ανεργία που όμως οφείλεται… βλ. παραπάνω).

Τη δεκαετία του ‘70 τη θεωρεί δεκαετία ψευδαισθήσεων,

τόσο για την πολιτική τάξη, που νόμιζε πως οι υφέσεις του ‘71 και του ‘75 δεν ήταν δομικές αλλά συγκυριακές (ή και εξωγενείς, λόγω της πετρελαϊκής κρίσης), και πως άρα με τη λήψη μερικών μέτρων κεϋνσιανού χαρακτήρα για τη στήριξη της ζήτησης θα επέστρεφε η ανάπτυξη,

όσο και για τον κόσμο της εργασίας, εφόσον η κεϋνσιανή αντιμετώπιση της ανεργίας (επιδόματα κλπ.) μετρίαζε τις συνέπειές της και εφόσον οι κινητοποιήσεις δεν αυξάνονταν μεν αλλά πάντως δεν είχαν αρχίσει να υποχωρούν κατατροπωμένες όπως συνέβη μετά το ‘82,

όσο και για την αριστερά, που νόμιζε πως μπορεί να διορθώσει τα πράγματα με άλλες πολιτικές (γαλλικό Κοινό Πρόγραμμα, ιταλικός Ιστορικός Συμβιβασμός),

όσο και για τα συνδικάτα, αφού το ποσοστό των συνδικαλισμένων αυξανόταν, προτού πάρει την κάτω βόλτα τη δεκαετία του ‘80.

Και καταλήγει σε κάτι πολύ καίριο για τη δεκαετία του ‘80 στην Ελλάδα:

Όλα αυτά τα σφάλματα στην οικονομική διάγνωση και οι πολιτικές ψευδαισθήσεις θα επιδεινώσουν την αρρώστια. Διότι το να υιοθετείς κεϋνσιανές πολιτικές στήριξης της ζήτησης σ’ ένα περιβάλλον υποχώρησης της παραγωγικότητας, το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι να γεμίσεις χρέη το Κράτος και να αναπτύξεις τον πληθωρισμό, χωρίς με αυτό να ανατάξεις την παραγωγικότητα ούτε να αποκαταστήσεις την κερδοφορία των επιχειρήσεων.

Όλα αυτά καθιστούν την παραγωγικότητα το πρώτο κινούν της όλης αλυσίδας (σε αντίθεση με άλλες σχολές μαρξιστών οικονομολόγων, όπως μας εξηγεί ο συγγραφέας, οι οποίοι τοποθετούν στην αρχή της αλυσίδας άλλους παράγοντες). Οπότε θα επιθυμούσα μια μεγαλύτερη ανάλυση της παραμέτρου αυτής. Στο θέμα της Ένδοξης Τριακονταετίας λέει ότι οι λόγοι που έμεινε από κάρβουνο είναι ότι οι τεχνικές πρόοδοι επιβραδύνθηκαν από τα μέσα των εξήνταζ (πατέντα Νίκου Σαραντάκου αυτή!) και μετά:

1) Όταν πια η φορντιστική οργάνωση της εργασίας γενικεύτηκε, οι αυξήσεις της παραγωγικότητας που προέκυπταν από την επένδυση σε νέες μηχανές αλυσίδας παραγωγής έπαψαν και απόμειναν μόνο οι αυξήσεις που προέκυπταν από τεχνικές καινοτομίες.

2) Αυτές οι καινοτομίες γίνονταν όλο και πιο δαπανηρές και υπόκεινταν στο νόμο των φθινουσών αποδόσεων. Έτσι, το πραγματικό ύψος των επενδύσεων ανά θέση εργασίας στις ΗΠΑ πολλαπλασιάστηκε κατά 1,5 από το 1958 ως το 1978, αλλά κατά 1,9 από το 1978 ως το 2007.

3) Με την αύξηση της αγοραστικής δύναμης και άρα τον εξοπλισμό των νοικοκυριών με τα “φορντιστικά καταναλωτικά αγαθά” (αμάξι, ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, στερεοφωνικό κλπ.) η κοινωνική ζήτηση μετατοπίστηκε σταδιακά προς αγαθά του τριτογενούς τομέα, που έχουν χαμηλότερη παραγωγικότητα: υγεία, διασκέδαση, τουρισμός, προσωπικές υπηρεσίες κλπ. Άρα υπήρξε επιβράδυνση της αύξησης της παραγωγικότητας.

4) Τέλος, το ‘65-‘80, οι κοινωνικές αντιστάσεις στις συνέπειες της εργασίας στην αλυσίδα παραγωγής συνέβαλαν και αυτές στην επιβράδυνση των αυξήσεων της παραγωγικότητας.

Οι τέσσερις περίοδοι που δέχεται, είναι:

α) ένας πρώτος παραγωγικός τρόπος (ordre productif) από το ‘45 ως το ‘70. Κεϋνσιανο-φορντιστική ρύθμιση, αύξηση παραγωγικότητας και ποσοστού του κέρδους ή πάντως στάση τους σε υψηλά επίπεδα και μαζί όλων των άλλων οικονομικών μεταβλητών.

β) Εξάντληση αυτού του παραγωγικού τρόπου. Μείωση της αύξησης της παραγωγικότητας και του ποσοστού του κέρδους που επιφέρει μείωση της συσσώρευσης και της ανάπτυξης ως το 1982. Αυτή η αλλαγή αρχίζει το ‘66 στις ΗΠΑ, το ‘70 περίπου στην Ευρώπη, και αργότερα στην Ιαπωνία. Κατά συνέπεια τερματισμός της μεταπολεμικής ευημερίας και έναρξη μιας μακρόχρονης περιόδου κρίσεων ώς τις μέρες μας (40 χρόνια τώρα).

γ) Πάνω στα χαλάσματα της κεϋνσιανο-φορντιστικής ρύθμισης, και μέσα σ’ ένα πολύ υποβαθμισμένο κλίμα, μετά τη νεοφιλελεύθερη στροφή των αρχών των ογδόνταζ στήνεται ο απορρυθμισμένος κρατικός καπιταλισμός. Αυτός βασίζεται στη βίαιη αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης, πράγμα που επιτρέπει την ανάταξη του ποσοστού του κέρδους. Επειδή είναι απορρυθμισμένος, η λειτουργία του είναι εξ ορισμού πολύ πιο ασταθής.

δ) Τέλος, θεωρεί ότι οι τελευταίες εργασίες του(ς) υποδεικνύουν ότι έχουμε πιθανότατα μπει σε μια νέα φάση πτώσης του ποσοστού του κέρδους από το 1997 και μετά. [και παραπέμπει στο σάιτ τους για τα περαιτέρω]

Αυτά, και άλλα πολλά. Η συνέχεια στο πανί, δηλαδή στο βιβλίο!

Δεν υπάρχουν σχόλια: